examinador - ορισμός. Τι είναι το examinador
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι examinador - ορισμός


examinador      
sust. masc. y fem.
Persona que examina.
examinador      
Sinónimos
sustantivo/adjetivo
sustantivo
2) censor: censor, crítico, juez, profesor, catedrático
examinador      
examinador, -a adj. y n. Que examina.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για examinador
1. "Su cerebro estaba profundamente atrofiado," dijo el examinador médico Jon Thogmartin, del condado de Pinellas, durante una conferencia de prensa.
2. La infante nació viva, precisó Ellen Borakove, portavoz de la oficina del examinador médico de la ciudad.
3. Se trata de un respaldo que para un par de futbolistas resulta crucial porque, aunque no lo digan, saben que el ojo examinador del DT los analiza y que, detrás, un reemplazo fuerte espera...
4. En la Universidad de Nanterre, junto a París, una estudiante se negó a quitarse la burka como le pedía el examinador LLUÍS URÍA – 14/02/2006 Corresponsal PARÍS .– Debía ser un mero trámite.
5. En respuesta a otras dudas planteadas por familiares de Schiavo, el examinador manifestó que ella era incapaz de alimentarse por sí misma, aunque le acercaran los alimentos a la boca.
Τι είναι examinador - ορισμός